-
1 быт
быт м η ζωή, ο βίος, ο τρό πος ζωής домашний \быт οι κα θημερινές ασχολίες, τα οικιακά* * *мη ζωή, ο βίος, ο τρόπος ζωήςдома́шний быт — οι καθημερινές ασχολίες, τα οικιακά
-
2 домашний
домашний 1) οικιακός, σπιτίσιος σπιτικός \домашний обед το σπιτίσιο φαγητό' — телефон (адрес) το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού \домашнийее хозяйство το νοικοκυριό \домашнийие дела τα οικιακά 2) (приручённый ) κατοικίδιος* * *1) οικιακός, σπιτίσιος; σπιτικόςдома́шний обе́д — το σπιτίσιο φαγητό
дома́шний телефо́н (ад́рес) — το τηλέφωνο (η διεύθυνση) του σπιτιού
дома́шнее хозя́йство — το νοικοκυριό
дома́шние дела́ — τα οικιακά
2) ( приручённый) κατοικίδιος -
3 хлопоты
хлопоты мн. οι φροντίδες, οι έγνοιες; домашние \хлопоты τα οικιακά* * *мн.οι φροντίδες, οι έγνοιεςдома́шние хло́поты — τα οικιακά
-
4 мусор
τα σκουπίδια, τα απορρίμματα (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мусор
-
5 отходы
мн. τα απόβλητα, τα απορρίμματα (πλ.)бытовые - οικιακά/αστικά -радиоактивные - τα ραδιενεργά κατάλοιπα/απόβληταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отходы
-
6 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
7 утварь
τα σκεύη (πλ.)домашняя - οικιακά-.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утварь
-
8 утварь
утварьж τό σκεῦος:кухонная \утварь τά μαγειρικά σκεύη· домашняя \утварь τά οίκιακά σκεύη, τά σκεύη τοῦ νοικοκυριοῦ· церковная \утварь τά ἐκκλησιαστικά σκεύη. -
9 домашность
-и θ. (απλ.)1. νοικοκυριό, νοικοκυροσύνη.2. οικιακά σκεύη.3. οικογενειακότητες•в общественной работе нельзя допускать στην κοινωνική δουλιά δεν επιτρέπονται οι οικογενειακότητες.
-
10 пожитки
-ов πλθ. τα μικροπράγματα•домашние пожитки τα σπιτικά (οικιακά) μικροπράγματα (είδη).
|| αποσκευές ταξιδιού. -
11 справа
-
12 утварь
-и θ. αθρσ. τα σκεύη•домашняя τα οικιακά σκεύη•
церковная утварь τα εκκλησιαστικά σκεύη.
-
13 хозяйственный
επ., βρ: -вен, -венна, -о;1. οικονομικός•-ые успехи οικονομικές επιτυχίες•
-ая жизнь страны η οικονομική ζωή της χώρας•
-ое управление οικονομική διεύθυνση.
2. οικοκυρικός, ο ικιακός,. οικιακής χρήσης•хозяйственный магазин μαγαζί ειδών οικιακής χρήσης•
-ое мыло σαπούνι πλυσίματος ρούχων•
-инвентарь οικιακά σκεύη.
3. ορθολογιστικός-οικονομικός.4. νο ικοκύρ ικος • νοικοκυρεμένος.5. εξουσιαστικός, διατακτικός•хозяйственный тон διατακτικός τόνος (όπως του αφέντη).
-
14 хозяйство
-а ουδ.1. οικονομία•капиталистическое хозяйство καπιταλιστική οικονομία•
социалистическое хозяйство σοσιαλιστική οικονομία•
народное хозяйство λαϊκή οικονομία•
сельское хозяйство αγροτική οικονομία.
2. το νοικοκυριό, τα οικιακά ή άλλα είδη•у соседки хозяйство полное хозяйство η γειτόνισσα έχει όλο το νοικοκυριό.
|| οικονομικό νοικοκυριό•одноличное хозяйство ατομικό νοικοκυριό•
мелкокрестьянские -а τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά•
колхозное хозяйство το κολχόζνικο•
моё ικοκυρ ιο.
См. также в других словарях:
οικιακός — ή, ό (Α οἰκιακός, ή, όν) [οικία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία ή αυτός που γίνεται μέσα στην οικία, ο σπιτικός (α. «οικιακή παραγωγή» η παραγωγή που γίνεται από τα μέλη τής οικογένειας μέσα στο σπίτι β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
καθοίκι — και καθίκι και καθήκι, το (Μ καθοίκιν) αγγείο για αφόδευση, δοχείο νυκτός, αγγείο, πάπια νεοελλ. (για πρόσ.) αισχρό άτομο, κάθαρμα, ανυπόληπτο πρόσωπο μσν. στον πληθ. τά καθοίκια τα οικιακά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθοίκι < μσν. καθοίκιν <… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
οικιακός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία, ο σπιτίσιος, ο σπιτικός: Ζητείται οικιακή βοηθός, υπηρέτρια. 2. ως ουσ., οικιακά, τα οι δουλειές του σπιτιού: Επάγγελμα οικιακά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
απαρτία — η (Α ἀπαρτία κ. ιων. ίη) νεοελλ. ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός προσώπων σε συνεδρίαση νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου για την έγκυρη λήψη απόφασης αρχ. 1. οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία 2. η λεία του πολέμου, τα λάφυρα 3.… … Dictionary of Greek
αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
γυναικοδουλειά — η 1. εργασία που ταιριάζει σε γυναίκες, τα οικιακά 2. ερωτική περιπέτεια, ερωτοδουλειά 3. πληθ. οι γυναικοδουλειές μικροπρέπειες ή κακολογίες που ταιριάζουν σε αναξιοπρεπείς γυναίκες … Dictionary of Greek